διατρανώνω

διατρανώνω
[-ώ (ο )] μετ. обнаруживать, проявлять;

διατρανώνω την απόφαση (την θέληση) μου — выражать, проявлять решимость (желание)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διατρανώνω" в других словарях:

  • διατρανώνω — διατρανώνω, διατράνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατρανώνω — (AM διατρανῶ, όω) [τρανώ] διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω νεοελλ. εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα …   Dictionary of Greek

  • διατρανώνω — διατράνωσα, διατρανώθηκα, εκφράζομαι δημόσια, με πολύ έντονο τρόπο: Ο δήμαρχος διατράνωσε στην ομιλία του το θαυμασμό του για το νέο ποιητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιατράνωτος — η, ο (AM ἀδιατράνωτος, ον) [διατρανῶ, διατρανώνω] νεοελλ. αυτός που δεν διατρανώθηκε, δεν διακηρύχθηκε (αρχ., μσν.) ασαφής, ακατανόητος, σκοτεινός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»